- προεκκομιζω
- προεκκομίζωπρο-εκκομίζωраньше выносить, заблаговременно переносить
(τὸ ἄγαλμα εἰς ἄλλο οἴκημα Her.)
τῶν κακῶς προεκκομισθείς Plut. — ускользнувший от несчастий
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ἄγαλμα εἰς ἄλλο οἴκημα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προεκκομίζω — ΜΑ μσν. μέσ. προεκκομίζομαι κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.) αρχ. μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκομίζω «μεταφέρω,… … Dictionary of Greek
προεκκομίζουσι — προεκκομίζω carry out beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεκκομίζω carry out beforehand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προεκκομίζουσι , προεκκομίζω carry out beforehand pres part act masc/neut dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκκομίσαι — προεκκομίζω carry out beforehand aor inf act προεκκομίσαῑ , προεκκομίζω carry out beforehand aor opt act 3rd sg προεκκομίσαι , προεκκομίζω carry out beforehand aor inf act προεκκομίσαῑ , προεκκομίζω carry out beforehand aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκκομισθείς — προεκκομίζω carry out beforehand aor part pass masc nom/voc sg προεκκομισθείς , προεκκομίζω carry out beforehand aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκκομίσασθαι — προεκκομίζω carry out beforehand aor inf mid προεκκομίσασθαι , προεκκομίζω carry out beforehand aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκκομίσας — προεκκομίσᾱς , προεκκομίζω carry out beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεκκομίσᾱς , προεκκομίζω carry out beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek